Είδαμε τη "Χαμένη Άνοιξη" στο Θέατρο Πορεία
Η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, η μεγάλη λογοτεχνία, ένα αριστούργημα στο θέατρο.
✍🏻Γράφει: η Θεατρολόγος Μαρία Μαρή
Η «Χαμένη Άνοιξη» του Στρατή Τσίρκα, η μεγάλη λογοτεχνία, ένα αριστούργημα στο θέατρο.
Η Χαμένη Άνοιξη κατά τη διατύπωση του ίδιου του συγγραφέα είναι ένας «ερωτικός μύθος
που ακουμπάει πάνω στην ιστορία και την πολιτική». Οι πρωταγωνιστές του μυθιστορήματος,
Αντρέας, Φλώρα και Ματθίλδη, συναντιούνται, ερωτεύονται, συνδέονται με τα άλλα
μυθιστορηματικά πρόσωπα και αναπτύσσουν τη μυθιστορηματική τους δράση στην Αθήνα
των Ιουλιανών του 1965. Ο Αντρέας, ένας αριστερός αγωνιστής του Εμφυλίου το Καλοκαίρι του 1965,
«Ο Αντρέας, δεκαοχτώ χρόνια πολιτικός πρόσφυγας στην Tασκέvδη, επιστρέφει επιτέλους στην
πατρίδα: «Όλα μου φαίνονται σαν παραμύθι... Αθήνα, η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου». Η Αθηναϊκή
Άνοιξη. Κατά τον επαναπατρισμό του στην Αθήνα συναντά τη Φλώρα, μια εκπατρισμένη Δανο-
Ελβετίδα πρώην σύζυγο ενός αμερικάνου δημοσιογράφου. Μετά την πρώτη τους συνεύρεση, αν και
κινούνται στα ίδια μέρη, η επιθυμητή επανεύρεσή τους συνεχώς αναβάλλεται και τελικά ματαιώνεται,
καθώς οι πορείες που ακολουθούν οι δύο πρωταγωνιστές αποδεικνύονται αντίστροφες. Στη συνέχεια,
ο Αντρέας γνωρίζει και συνδέεται ερωτικά με τη Ματθίλδη, μια αριστερή φοιτήτρια, μέλος των
Λαμπράκηδων. Η σχέση του με τη Ματθίλδη και οι συναναστροφές του με τα άλλα μυθιστορηματικά
πρόσωπα, κυρίως τον Κουτσό, αριστερό αγωνιστή του Εμφυλίου από το χωριό, και τη νονά του,
συντελούν στην πολιτική ενεργοποίηση του Αντρέα και την αισιοδοξία του στο τέλος
του μυθιστορήματος κατά την κηδεία του Σωτήρη Πέτρουλα. Αν και οι πρωταγωνιστές
του μυθιστορήματος είναι τρεις, η αφήγηση στηρίζεται στην εναλλαγή δύο αφηγηματικών φωνών,
του Αντρέα και της Φλώρας, που γίνονται έτσι δύο διαφορετικά πρίσματα αντιληψιμότητας
του κόσμου,μέσω των οποίων διαθλώνται τα γεγονότα όχι μόνο της καθημερινότητάς
τους και των προσωπικών τους σχέσεων αλλά και των τεκταινόμενων σε πολιτικό επίπεδο.
Ωστόσο το κέντρο της πρόσληψης των γεγονότων είναι ο Αντρέας, μέσω αυτού ταυτίζεται
ο αναγνώστης και εδώ ο θεατής με το συγγραφέα. Για τον Αντρέα το παρελθόν (οι εμπειρίες
του Εμφυλίου και τα χρόνια της εξορίας) είναι ένα τραύμα για το οποίο δεν μπορεί και δεν θέλει
να μιλήσει: «Έγιναν τρομερά πράγματα, δε θέλω να μιλήσω, δε θέλω μήτε να τα σκέφτομαι».
Ως τραυματικές μνήμες επανέρχονται οι στιγμές του με την Κατερίνα στιγμιαία στο μυαλό του
ως αθέλητη μνήμη: «Κατερίνα! Είχαν το ίδιο ανάστημα, την ίδια φλόγα στα μάτια.».
Η Φλώρα και λόγω της καταγωγής της, δεν μπορεί να κατανοήσει το παρελθόν και την ταυτότητα
της πόλης: «Ολοφάνερα τα σημάδια της φτώχιας από τούτη την πλευρά», σχολιάζει για τα σημάδια
των Δεκεμβριανών στους τοίχους της πόλης. Χωρίς ένα κοινωνικό πλαίσιο ως βάση για
την ανασύνθεση της ατομικής της μνήμης, το μόνο παρελθόν της είναι η λίστα των ερωτικών
της συντρόφων, αφού η ταυτότητά της συγκροτείται τελικά από τη σεξουαλικότητά της: «Με ποιον
ήταν την τελευταία φορά. Α ναι Τζίμυ και τρίο Τόνυ Αρίστος Στέφανος κρίμα την Τζέλυ πήγε άδικα.
Μα πιο πριν. Ο Θέμης στο Χίλτον εντάξει. Και πιο πριν. Ο Θέμης στην Εκάλη πάλι εντάξει […]»
Η συνάντηση του Αντρέα με τη Ματθίλδη, την άλλη πλευρά της θηλυκότητας σε σχέση με τη Φλώρα,
λειτουργεί ως καταλύτης στην αλλαγή της στάσης του απέναντι στην πόλη, από άτομο – παρατηρητής
γίνεται δρών υποκείμενο και συμμετέχει πλέον στην κοινωνική πραγματικότητα. Η ένταξή
του στην πόλη προϋποθέτει την ταύτισή του με μία από τις αντιφατικές όψεις της Αθήνας, η οποία
πραγματοποιείται με μια σειρά από επιλογές. Επιλέγει τη Ματθίλδη και όχι τη Φλώρα και επομένως
τον κόσμο της Αθήνας που αυτή αντιπροσωπεύει, τους Λαμπράκηδες, τον κυρ-Παναγιώτη,
τον Βάρναλη, τον Κουτσό, τον κόσμο που αγωνίζεται στους δρόμους και όχι τον κόσμο
της διπλωματίας, των πολιτικών παιχνιδιών και των ξένων συμφερόντων. Επιλέγει την ανάγνωση
της πόλης που προτείνει η Ματθίλδη, αυτή της πολιτικής δράσης και όχι της ατομιστικής απομόνωσης
της Φλώρας. Τέλος, επιλέγει τη νέα γενιά της αριστεράς με πρώτο της ήρωα τον Πέτρουλα και όχι
τη δική του γενιά, τη γενιά του Εμφυλίου. Το συμπεριφορικό σχήμα του Αντρέα , αλλά και
της Φλώρας είναι απολύτως κυκλικό. Για την Φλώρα (περιθωριοποίηση, ενεργοποίηση, αποκοπή
από κοινωνία), ενώ για τον Αντρέα (ελπίδα, διάψευση, ελπίδα) . Η πόλη ως πρωταγωνιστής του
μυθιστορήματος δεν είναι στατική αλλά δυναμική. «ο χάρτης της πόλης οργανώνει την αφήγηση»:
«Τώρα σε τρώει που δεν κατέβηκες στη στάση του Ευαγγελισμού, δεν πήρες αμέσως ένα ταξί, ίσως
να πρόφταινες τον Αντρέα. […]. Να στρίψει στην οδό Αλωπεκής και να πάει γυρεύοντας το μπελά
της στου Τόνυ, στου Άλφυ, στης Γκρέτε; Ή να προχωρήσει ως την Πατριάρχου Ιωακείμ και να
καθίσει στο «Ελληνικόν»; Πολύ επικίνδυνο. Τούτη τη στιγμή, ο Γκας Ρίνγκενχαρντ θα σβάρνιζε
τους δρόμους στο κέντρο της Αθήνας με το αυτοκίνητο, γυρεύοντας εκδίκηση. Μπα, θα διασχίσει
γρήγορα τον αριστοκρατικό δρόμο και θα χωθεί στην οδό Χάριτος. Το λιμάνι της, το διαμέρισμα
του Αριστοκλή.»
Τα μέρη στα οποία κινούνται όλα τα πρόσωπα του μυθιστορήματος είναι οι δρόμοι, οι γειτονιές,
τα στέκια της Αθήνας, κυρίως του κέντρου της αλλά εκτείνονται και σε όλο τον χώρο της αστικής
περιοχής της Αθήνας: Κολωνάκι, Ομόνοια, Κλαυθμώνος, Σύνταγμα, 28 Λυκαβηττός, Πλάκα,
Κολωνός αλλά και Γλυφάδα, Ζωγράφου, Εκάλη, Καστρί, Μαρούσι. Ο αστικός χώρος παρουσιάζεται
ως χώρος συναντήσεων, όπως δηλώνει η πρώτη φράση του μυθιστορήματος: «απ’ όλες τις πόλεις
του κόσμου, στην Αθήνα μπορείς να έχεις τα πιο ανέλπιστα συναπαντήματα.» Οι συναντήσεις
στους με διάφορα πρόσωπα προάγουν τη δράση και την εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Η επιλογή της στάσης του λεωφορείου σημαίνει προσέγγιση του ενός ή του άλλου πόλου
της αντίθεσης, η αφηγηματική διαμόρφωση του χώρου γίνεται φορέας σημασίας και διαμορφώνει
την πλοκή του έργου. Ο Στρατής Τσίρκας έγραψε ένα μυθιστόρημα, όπου ταιριάζει συγκλονιστικά
τη μυθοπλασία με τα πραγματικά πρόσωπα και τα πραγματικά γεγονότα. «Η Χαμένη Άνοιξη» είναι
ένα μυθιστόρημα που θα έπρεπε να διδάσκεται στα σχολεία, όχι μόνο στο μάθημα της λογοτεχνίας,
αλλά και στο μάθημα της Ιστορίας. Είναι ένα μυθιστόρημα , που πρέπει να διαβάσουν όλοι γιατί
διατρέχει όλη την σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα ιστορικό μυθιστόρημα
που περιγράφει, καλύτερα από οτιδήποτε άλλο έχει γραφεί, την εποχή που προηγήθηκε
της δικτατορίας, καθώς και τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες που άνοιξαν τον δρόμο στη χούντα
των συνταγματαρχών. «H Χαμένη Άνοιξη» περιγράφει αυτή την εποχή που στην νεώτερη ιστορία
της Ελλάδας έχει καταγραφεί σαν «Ιουλιανά» ή «Αποστασία». Μια εποχή που το παλάτι και
οι Αμερικανοί με τους Έλληνες συνεργάτες τους ανέτρεψαν τον νόμιμα εκλεγμένο Πρωθυπουργό
της Ελλάδας Γεώργιο Παπανδρέου, και άνοιξαν τον δρόμο στην ανατροπή της Δημοκρατίας.
Είναι ένα μυθιστορήματα, όπου η πόλη της Αθήνας πρωταγωνιστεί και γίνεται το επίκεντρο
της μυθιστορηματικής δράσης. Η εικόνα της πόλης δεν είναι μόνο ζήτημα χωρικών δεδομένων
αλλά και χρονικών: η πόλη ως αρχιτεκτονική είναι μια κατασκευή στον χώρο, αλλά και
μια κατασκευή σε ευρεία κλίμακα, κάτι που μπορεί να συλληφθεί μόνο μετά από μεγάλα διαστήματα
χρόνου.
Είναι μοναδικός ο τρόπος που ο Τσίρκας ανασυνθέτει την εποχή και τους ανθρώπους της.
Είναι στιγμές που με την περιγραφή του έχει τη δύναμη να κάνει τον αναγνώστη να βλέπει μπροστά
του σαν ταινία αυτά που περιγράφει. Η περιγραφή της διαδήλωσης που κόστισε την ζωή στον Σωτήρη
Πέτρουλα, καθώς και της κηδείας του, που ακολούθησε, δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική
λογοτεχνία. Είναι μεγαλειώδης ο τρόπος που χειρίζεται τις λέξεις και δημιουργεί το τελικό
αποτέλεσμα. Κατάφερε να γράψει ένα μυθιστόρημα που, στηριζόμενος στα γεγονότα της εποχής
που περιγράφει, την ξεπερνάει και φτάνει θα έλεγε κανείς μέχρι τις μέρες μας. Στην παράσταση
στο Θέατρο Πορεία, πολλοί από τους θεατές είχαν οι ίδιοι ζήσει τα ιστορικά γεγονότα
που περιγράφονταν, ή είχαν αναμνήσεις μέσα από διηγήσεις και φανερά ενέχονταν στην παράσταση.
Η αισιοδοξία του Αντρέα στο τέλος της Χαμένης Άνοιξης στηρίζεται στη συνάντηση των δύο γενιών
στην κηδεία του Πέτρουλα: «είδα να έρχονται οι ανάπηροι της Εθνικής Αντίστασης, με τα στεφάνια
και τις σημαίες τους, είδα το Γλέζο, είδα τον Ηλιού, είδα το Βάρναλη, είδα τον Παπανδρέου και
τους άλλους υπουργούς της ΕΚ» και στην ελπίδα πως είναι δυνατό η Ιστορία τελικά να μην
επαναληφθεί, γιατί η επόμενη γενιά δεν θα είναι μόνο η συνέχεια αλλά η εξέλιξη της προηγούμενης:
«τούτη η γενιά μπορεί να ξεπεράσει και τη δική μας» . Όμως, η αισιοδοξία του τέλους επισκιάζεται
αναδρομικά από τις διάσπαρτες προσημάνσεις του πραξικοπήματος και της διχοτόμησης της Κύπρου
, αλλά και από τον ίδιο τον τίτλο του μυθιστορήματος, καθώς προδιαγράφεται η ήττα και της νέας
Άνοιξης των Λαμπράκηδων: «Εδώ τελείωνε η Άνοιξη της Αθήνας. Η πιο ανοιχτή πόλη του κόσμου…
Δεν ήταν παρά ένα ξεγέλασμα χαράς. Ο Σίσυφος Λαός. Δε χωρούσε η παραμικρή αμφιβολία.
Ο μηχανισμός της δικτατορίας είχε μπει σε κίνηση» . Έτσι, η κυκλική κίνηση της αφήγησης
αντιστοιχεί στη σισύφεια πορεία των γενεών. Άλλωστε, το «μοτίβο του Σίσυφου» αποτελεί κατά
τους μελετητές «κλειδί της ιστορικής οπτικής του Τσίρκα», ο οποίος γράφοντας την ιστορία
των “νικημένων”, τόσο ως «γενεαλογία ήττας όσο και ως αφήγημα χειραφέτησης» επιτελεί το καθήκον
της μνήμης μέσα από «την αφηγηματική αναπαράσταση της βιωμένης εμπειρίας των “χαμένων
φωνών” της ιστορίας».
«Θέλουν τη Ελλάδα πόρνη να τους ανοίγει τα σκέλια στην ποδιά της Ακρόπολης να προμηθεύει μισοτιμής το ρίγος της αμαρτίας στις μαραγκιασμένες από τον πουριτανισμό ψυχές τους.
Μας θέλουν γκαρσόνια ταβερνιάρηδες μαστροπούς βαρκάρηδες επιβήτορες καμπαρετζήδες μπουζουξήδες χασισέμπορους αχ αμαν αμαν και συρτάκι αμε και Ζόρμπα δη Γκρηκ κι αυτοί ν' αρμέγουν τον τόπο, το κρασί, το λάδι, τα πορτοκάλια, τις ντομάτες, τα ροδάκινα, το βαμπάκι,
τα μάρμαρα, το βωξίτη, το λιγνίτη, τα μεταλλεύματα και τον ιδρώτα του κόσμου.
Κοίτα που καταντήσαμε κάθε πολιτικός και κόκκινο φαναράκι στην πόρτα του και τ' όνομά
του φωτισμένο σε ταμπελίτσα πλάι στο κουδούνι. Λουϊζ Κλάρα Ρόζα Ντολόρες.
[...] Παραμερίστε διαφορές με Παπατζήδες ή Σβωλοτσιριμώκους, παράπονα και μνησικακίες
για Λίβανους και Δεκέμβρηδες και λοιπά. Όλοι μαζί, όλοι μαζί, να σώσουμε τον τόπο, γιατί
η Γερμανίδα λύσσαξε και θα τον ξεπατώσει....»
Η παράσταση
Η "Χαμένη Άνοιξη" του Στρατή Τσίρκα, αυτό το δραματοποιημένο μυθιστόρημα
πραγματεύεται την αίσθηση απώλειας και αποξένωσης δύο προσφύγων, του Ανδρέα
και της Φλώρας, στην Αθήνα. Και οι δυο τους νιώθουν ξένοι τόσο στην Αθήνα, όσο και
από τον τόπο από τον οποίο έφυγαν. Μέσα από την αφήγηση, το έργο εξετάζει θέματα
όπως η αναζήτηση ταυτότητας, η απογοήτευση, η σχέση του ατόμου με την Ιστορία και
την κοινωνία, και τη δυνατότητα για προσωπική ευτυχία μέσα σε μια πολιτικά τεταμένη
και χαοτική εποχή. Η θεατρική διασκευή του Άρη Λάσκου και η σκηνοθεσία του Βαλάντη
Φράγκου κατόρθωσαν να συγκλονίσουν τους θεατές του θεάτρου Πορεία και κυρίως
να ενεργοποιήσουν έναν θίασο έξι ηθοποιών σε μια πολυφωνική και ενεργητική αφήγηση,
που φέρνει στο προσκήνιο την Ιστορία που πάντα συνοδεύει τους ήρωες και του καθορίζει
τη μοίρα τους. Δυο ηθοποιοί ερμηνεύουν τους κεντρικούς χαρακτήρες, τον Ανδρέα
(Δημήτρης Πασσάς) και τη Φλώρα (Ελένη Ζαραφίδου) , ενώ άλλοι τέσσερις (Άρης Λάσκος,
Καλλιόπη Παναγιωτίδου, Γιούλη Τσαγκαράκη, Συμεών Τσακίρης )εναλλάσσονται
σε πολλαπλούς ρόλους ενσαρκώνοντας τους υπόλοιπους χαρακτήρες του μυθιστορήματος.
Στο έργο, όπως και στην πραγματικότητα η ιστορία φαίνεται να παρασύρει τα πρόσωπα.
Δεν μπορεί κάποιος να ευτυχεί όταν γύρω του μυρίζει Πραξικόπημα ή Αποστασία
ή Πόλεμος, και όσο κι αν θέλει να αδιαφορεί, δεν μπορεί να απεμπλακεί.
Το μυθιστόρημά αυτό μοιάζει με ταινία, γι΄αυτό και κάθε τόσο παραθέτονται με φιλμ
τα ιστορικά ντοκουμέντα και κάθε τόσο ανακοινώνουν ότι « Έρχονται γεγονότα»
ή ότι « το πράγμα βρωμάει πραξικόπημα» . Μέσα από προβολή παρουσιάζονται σκηνές
από διαδηλώσεις, σκηνές βίας και αστυνομικής καταστολής (όπως στο απόσπασμα
που αναφέρεται στην δολοφονία ενός νεαρού στην Αθήνα).
Μέσα από τις σχέσεις των ανθρώπων, εστιάζει ο συγγραφέας στα γεγονότα της εποχής.
Οι περιγραφές του σκηνικού, της Αθήνας εκείνης της εποχής είναι συγκλονιστική.
Οι ήρωες μπαινοβγαίνουν στα περίφημα στέκια εκείνης της εποχής: στο Μπραζίλιαν,
στου Απότσου, στο καρβουνιάρικο της Δεξαμενής, στο Χίλτον που είχε ανοίξει τις πόρτες
του πριν λίγο καιρό. Παλιοί αγωνιστές της Αντίστασης, ξένοι δημοσιογράφοι, άνθρωποι
της Αυλής, Αμερικανοί πράκτορες που συνωμοτούν, Έλληνες διανοούμενοι που κατοικούν
στο κέντρο της Αθήνας. Για τον πολιτικοποιημένο Τσίρκα η πρωταγωνίστρια του έργου είναι
η Ιστορία. Για τον συγγραφέα οι άνθρωποι είναι θηρία. «Εσύ δεν έζησες τον εμφύλιο.
Τη θηριωδία του. Τις εκτελέσεις κάθε μέρα στο Γουδί, στις φυλακές και στην ύπαιθρο. Χιλιάδες.
Οι πιο μορφωμένοι, οι πιο αγνοί, το άνθος, το άνθος σου λέω, του γένους μας, θυσίαζαν τη ζωή
τους, τραγουδώντας και χορεύοντας. Γέμισε ο τόπος αίματα κι ερείπια. Κι απάνω που άνοιξαν
πια τα μάτια τους οι άνθρωποι, κι είπαν ας δώσουμε τα χέρι για να δούνε πως θα συγυρίσουμε
τον τόπο μας, που τον γυμνώνει η μετανάστευση από τους πιο γερούς και ικανούς, κι οι επαρχίες
και τα νησιά μας ερημώνονται, και φυραίνουν οι Έλληνες μονάχα μέσα σε τόσα έθνη, γιατί τη
γη μας την αγοράζουν οι ξένοι μα τον πλούτο της τον κλέβουν τα μονοπώλια, λύσσαξε
η γυναίκα του Ηρώδη και γυρεύει πάλι κομμένα κεφάλια στο σινί.
Δες τι γίνεται με τους Λαμπράκηδες. Δε θα σωπάσει η δαιμονισμένη, αν δεν εξοντώσει ένα-ένα
αυτά τα παιδιά. Δηλαδή την ελπίδα του τόπου. Πότε άλλοτε, ύστερα από την ΕΠΟΝ της
Κατοχής, γνώρισε η Ελλάδα παρόμοια νιάτα, με τους μορφωτικούς συλλόγους, τους αγώνες
για τον εκσυγχρονισμό τα παιδείας και τα δικαιώματα των σπουδαστών, τις πορείες για
την ειρήνη, τις απεργίες; Πρώτη φορά, το τραγούδι, το βιβλίο, ο στοχασμός κι η έρευνα, ο καλός
κινηματογράφος, κουβαλιούνται από άξια χέρια ως τα απομακρυσμένα χωριά της επαρχίας.
Κι όμως βρέθηκε στρατοκράτης να κατηγορήσει τους Λαμπράκηδες πως στέλνου τάχα
τα κορίτσια τους να κοιμηθούν με φαντάρους, για να τους αλλάξουν σε κατάσκοπους
της Μόσχας! Ή πως οι κοπέλες φορούν τάχα μαύρες κάλτσες γιατί πενθούν το δολοφονημένο
Λαμπράκη. Παραλογισμοί και φτηνές συκοφαντίες αποθηριώνουν τους πιο αντιδραστικούς
και σκοταδιάζουν το μυαλό τους».
Η Ελένη Ζαραφίδου ερμήνευσε μοναδικά την ανερμάτιστη ηθικά Φλώρα, που έψαχνε
μάταια κάπου να αγκιστρωθεί ψυχικά και να οριστεί ίσως πολιτικά, ενώ έδειχνε και δήλωνε
αδιάφορη για την πολιτική. Πόσο μπορεί όμως να αδιαφορεί για την ιστορία;
Πώς μπορεί να μην εμπλέκεται; Είναι πρακτικά αδύνατο.
Η κίνηση όλων είναι εξαιρετική, αλλά η Ελένη Ζαραφίδου απογειώνει την διδασκαλία της
Ανθής Θεοφιλίδη. Τα ευέλικτα σκηνικά της Ζωής Μολυβδά Φαμέλλη, οι φωτισμοί του Τάσου
Παλαιορούτα, τα κοστούμια της Αλέγιας Παπαγεωργίου και η μουσική του Γιώργου Δούσου
λειτούργησαν καθοριστικά στο να αποδοθεί όλη αυτή η ιστορική περίοδος
και να ολοκληρωθεί ένα θέατρο ντουκουμέντο, με εξαιρετικές ερμηνείες των ηθοποιών.
Ο Αντρέας (Δημήτρης Πασσάς) ταυτίστηκε με τον ίδιο τον συγγραφέα, τις σκέψεις του,
την εμπλοκή του με την ιστορία, την απογοήτευσή του, την επανεμπλοκή του και βέβαια
ήταν για αυτόν απόλυτα κατανοητό αυτό που η ιστορία περίμενε από εκείνον.
Μια ενδιαφέρουσα παράσταση συνόλου, που υπογραμμίζει τις συνάφειες ανάμεσα
στα γεγονότα του παρελθόντος και των τωρινών και κυρίως τονίζει την σημασία της μνήμης
απέναντι σε μια ιστορία που επαναλαμβάνεται . Προτείνει επαγρύπνηση και εγρήγορση.
Κάποτε ο Τσίρκας σε μια συνέντευξή του είχε πει «Θέλω να γράψω ένα βιβλίο λυπητερό
που να κάνει ευτυχισμένους όσους το διαβάζουν». Αυτό φιλοδοξεί και η παράσταση
και από όσο βιώσαμε προσωπικά, αλλά και από την υποδοχή του κοινού το πέτυχε.
Αυτό ακριβώς.
Ταυτότητα της παράστασης
Μεταγραφή: Άρης Λάσκος
Σκηνοθεσία: Βαλάντης Φράγκος
Σκηνικά: Ζωή Μολυβδά Φαμέλλη
Κοστούμια: Αλέγια Παπαγεωργίου
Φωτισμοί: Τάσος Παλαιορούτας
Mουσική: Γιώργος Δούσος
Κίνηση: Ανθή Θεοφιλίδη
Βίντεο: Αspalax
Βοηθός Σκηνοθέτη: Ελένη Ανδρικοπούλου
Φωτογραφίες: Μαρίζα Καψαμπέλη
Επικοινωνία
“Είμαστε κοντά σε κάθε σκηνή
που ζωντανεύει τον πολιτισμό.”
Ακολουθήστε μας
Newsletter
© 2025. All rights reserved.


